- αμβλώθριον
- ἀμβλώθριον, το (Μ)[ἀμβλῶ]το αμβλωθρίδιον (βλ. αμβλωθρίδιος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλώθριον — abortive child neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβλώ — ἀμβλῶ ( όω) (Α) ἀμβλίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ρ. ἀμβλίσκω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμβλωθρίδιος μσν. ἀμβλώθριον] … Dictionary of Greek